- νουμιδή
- η зоол, цесарка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νουμιδή — (numida). Γένος ορνιθόμορφων πτηνών. Αριθμεί 15 είδη, ιθαγενή της Αφρικής. Οι ν. ήταν γνωστές από την αρχαιότητα ως οικόσιτα πτηνά (σήμερα ονομάζονται φραγκόκοτες). Έχουν μέτριο μέγεθος με κεφάλι και λαιμό γυμνό, και λοφίο από φτερά. Το φτέρωμά… … Dictionary of Greek
νουμιδία — Αρχαία περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής χωρίς σαφώς καθορισμένα σύνορα (ιδιαίτερα στα Ν), η οποία κατοικείτο από βερβερικές φυλές οργανωμένες σε ανεξάρτητα βασίλεια. Από εκείνες τις φυλές, κατά το β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσαν εκείνες… … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek